-
1 απόλεμος
-
2 ἀπόλεμος
-
3 ἀπόλεμος
ᾰπόλεμος, -ον1 without warἀπόλεμον ἀγαγὼν ἐς πραπίδας εὐνομίαν P. 5.66
-
4 ἀπόλεμος
A unwarlike,ἀ. καὶ ἄναλκις Il.2.201
, al., cf. X.Cyr.7.4.1, Jul.Or.2.87a; ἀ. χειρὶ λείψεις βίον, i.e. by a woman's hand, E.Hec. 1034 (lyr.).III πόλεμος ἀ. a war that is no war, a hopeless struggle, Id.Pr. 904 (lyr.) (Dind. metri gr. proposes ἀπολέμιστος), E.HF 1133.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀπόλεμος
-
5 απολεμώτερον
ἀπόλεμοςunwarlike: masc acc comp sgἀπόλεμοςunwarlike: neut nom /voc /acc comp sgἀπόλεμοςunwarlike: adverbial -
6 ἀπολεμώτερον
ἀπόλεμοςunwarlike: masc acc comp sgἀπόλεμοςunwarlike: neut nom /voc /acc comp sgἀπόλεμοςunwarlike: adverbial -
7 απολέμως
-
8 ἀπολέμως
-
9 απτόλεμον
ἀπόλεμοςunwarlike: masc /fem acc sg (epic)ἀπόλεμοςunwarlike: neut nom /voc /acc sg (epic)ἀπτόλεμοςunwarlike: masc /fem acc sgἀπτόλεμοςunwarlike: neut nom /voc /acc sg -
10 ἀπτόλεμον
ἀπόλεμοςunwarlike: masc /fem acc sg (epic)ἀπόλεμοςunwarlike: neut nom /voc /acc sg (epic)ἀπτόλεμοςunwarlike: masc /fem acc sgἀπτόλεμοςunwarlike: neut nom /voc /acc sg -
11 απόλεμον
-
12 ἀπόλεμον
-
13 απολεμωτάτους
-
14 ἀπολεμωτάτους
-
15 απολεμώτατοι
-
16 ἀπολεμώτατοι
-
17 απολεμώτεροι
-
18 ἀπολεμώτεροι
-
19 απολέμοις
-
20 ἀπολέμοις
См. также в других словарях:
ἀπόλεμος — unwarlike masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
απόλεμος — η, ο (AM ἀπόλεμος, ον) όποιος δεν έχει γνωρίσει τον πόλεμο, δεν έχει πολεμήσει νεοελλ. ακατάλληλος για πόλεμο αρχ. 1. ειρηνόφιλος 2. αήττητος, ακαταμάχητος … Dictionary of Greek
απόλεμος — η, ο ειρηνικός, άμαχος, άσχετος με τον πόλεμο: Ζήτησε να του δώσουν όπλο να πολεμήσει· δεν ήθελε να τον θεωρούν απόλεμο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀπολεμώτερον — ἀπόλεμος unwarlike masc acc comp sg ἀπόλεμος unwarlike neut nom/voc/acc comp sg ἀπόλεμος unwarlike adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπολέμως — ἀπόλεμος unwarlike adverbial ἀπόλεμος unwarlike masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπτόλεμον — ἀπόλεμος unwarlike masc/fem acc sg (epic) ἀπόλεμος unwarlike neut nom/voc/acc sg (epic) ἀπτόλεμος unwarlike masc/fem acc sg ἀπτόλεμος unwarlike neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπόλεμον — ἀπόλεμος unwarlike masc/fem acc sg ἀπόλεμος unwarlike neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπολεμωτάτους — ἀπόλεμος unwarlike masc acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπολεμώτατοι — ἀπόλεμος unwarlike masc nom/voc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπολεμώτεροι — ἀπόλεμος unwarlike masc nom/voc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπολέμοις — ἀπόλεμος unwarlike masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)